- φθόριμος
- φθόρ-ῐμος, η, ον,A destructive, Man.2.346.II perishable,
τὸ φ. τῶν σωμάτων Herm.
ap. Stob.1.49.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ φ. τῶν σωμάτων Herm.
ap. Stob.1.49.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθόριμος — destructive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόριμος — ίμη, ον, Α 1. ολέθριος, καταστρεπτικός 2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά (ή φθόρος) + κατάλ. ιμος (πρβλ. νόστ ιμος)] … Dictionary of Greek
φθορίμων — φθόριμος destructive fem gen pl φθόριμος destructive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόριμον — φθόριμος destructive masc acc sg φθόριμος destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοριμαίος — αία, ον, ΝΑ αυτός που έχει καταστρεπτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόριμος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek